μαυράδι

μαυράδι
το (Μ μαυράδι)
μικρό μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα
νεοελλ.
φρ. «το μαυράδι τού ματιού» — η κόρη τού ματιού
μσν.
καμένο μέρος («λοιπὸν πηγαίνω στὸ βουνὶν ὁπού 'ναι τὸ μαυράδι», Γαδ. διηγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. -άδι (πρβλ. κοκκιν-άδι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαυράδι — το μικρή μαύρη κηλίδα, μαύρο σημάδι: Τι είναι αυτά τα μαυράδια πάνω στο βιβλίο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαυρίδα — η μαυρίλα, μελανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μαυρίλα το δ ανομοιωτικώς ή κατ επίδραση τών μαυράδι, μαυρ(ε)ιδερός κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”